- σκηνωματοφόρος
- -ον, Μαυτός που φέρει την σκηνή τού μαρτυρίου («ἡ τοῡ μαρτυρίου σκηνή... τὴν σκηνωματοφόρον ταύτην Εὔαν, γυναῑκα Χριστοῡ τοῡ Ἀδάμ, ἐκκλησίαν ἐσήμανε», Αναστ. Σιν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκήνωμα, -ατος + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.